Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναπνέω [anapnéo] Ρ αόρ. ανέπνευσα και ανάπνευσα, απαρέμφ. αναπνεύσει : 1.ασκώ τη λειτουργία της αναπνοής: Aναπνέουν τα ζώα / τα φυτά / τα κύτταρα. || ανασαίνω. α. αναπνέω με τη βοήθεια των πνευμόνων: ~ με τη μύτη / με το στόμα. Ο άρρωστος αναπνέει με δυσκολία. || ζω: Δεν αναπνέει πια, είναι νεκρός. β. εισπνέω: ~ καθαρό αέρα / το άρωμα των λουλουδιών / σκόνη / καυσαέρια. Aνέπνευσε βαθιά γεμίζοντας τα πνευμόνια του με αέρα. Aναζωογονήθηκε μόλις ανέπνευσε βουνίσιο αέρα. 2. (μτφ.) ανακουφίζομαι: Έφυγε ο αυστηρός διευθυντής και αναπνεύσαμε. Πήρε το χριστουγεννιάτικο δώρο και ανέπνευσε λιγάκι.
[αρχ. ἀναπνέω]