Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπληρωματικός
1 εγγραφή
αναπληρωματικός -ή -ό [anapliromatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αναπλήρωση. α. που αντικαθιστά κπ. άλλο: ~ παίχτης / ένορκος. Tα αναπληρωματικά μέλη ενός συμβουλίου / μιας επιτροπής. || (ως ουσ.) ο αναπληρωματικός. β. που συμπληρώνει μία έλλειψη, που καλύπτει ένα κενό: Aναπληρωματική εκλογή. || (νομ.): ~ όρκος. || (γραμμ.): Aναπληρωματική έκταση, η μεταβολή βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο, επειδή αποβάλλεται ένα επόμενο ημίφωνο· αντέκταση. Aναπληρωματικά μόρια, λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που συμπληρώνουν το βασικό νόημα της φράσης.

[λόγ. < ελνστ. ἀναπληρωματικός `κατάλληλος για γέμισμα΄ σημδ. γαλλ. suppléant, supplémentaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες