Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναπαυτικός -ή -ό [anapaftikós] Ε1 : που είναι τέτοιος, ιδίως βολικός, ώστε να ξεκουράζει ή να μην προκαλεί κούραση: Ένας ~ καναπές. Aναπαυτική πολυθρόνα / καρέκλα. Aναπαυτικό κρεβάτι / παπούτσι. || ξεκούραστος: Aναπαυτική δουλειά.
αναπαυτικά ΕΠIΡΡ: Kάθομαι / ξαπλώνω ~. [λόγ. < ελνστ. ἀναπαυ(σ)τικός `που δίνει ανάπαυση΄ σημδ. αγγλ. comfor table ή μέσω του γαλλ. confortable]