Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναπέμπω [anapémbo] -ομαι Ρ αόρ. ανέπεμψα, απαρέμφ. αναπέμψει, παθ. αόρ. αναπέμφθηκα, απαρέμφ. αναπεμφθεί : 1.(εκκλ.) κάνω προσευχή, δέηση κτλ. σε κπ.: Aναπέμπουν δεήσεις / ευχαριστίες στον Ύψιστο. Σε όλες τις εκκλησίες αναπέμπονται ευχές για τη σωτηρία της πόλης. 2. (νομ.) κάνω αναπομπή σε κτ.: ~ ένα διάταγμα. Tο θέμα αναπέμφθηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀναπέμπω, αρχ. σημ.: `στέλ νω προς τα πάνω΄· 2: ελνστ. σημ.: `αναφέρομαι σε ανώτερη αρχή΄ & σημδ. γαλλ. renvoyer]