Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανανεώσιμος
1 εγγραφή
ανανεώσιμος -η -ο [ananeósimos] Ε5 : που μπορεί να ανανεωθεί, συνήθ. για φυσικό στοιχείο που δεν εξαντλείται ούτε χάνεται: Ο άνεμος, ο ήλιος, οι υδατοπτώσεις είναι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

[λόγ. ανανεω- (δες ανανεώνω) -σιμος μτφρδ. αγγλ. renewable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες