Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναμόχλευση η [anamóxlefsi] Ο33 : η ενέργεια του αναμοχλεύω, η ανακίνηση μιας παλαιάς και συνήθ. ξεχασμένης δυσάρεστης κατάστασης: Πρέπει να αποφεύγεται η ~ των παλαιών διαφορών.
[λόγ. < μσν. αναμόχλευ(σις) `διατάραξη΄ -ση < αναμοχλεύ(ω) -σις κατά τη σημ. της λ. αναμοχλεύω]