Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμορφωτής
1 εγγραφή
αναμορφωτής ο [anamorfotís] Ο7 θηλ. αναμορφώτρια [anamorfótria] Ο27 : αυτός που αναμορφώνει κτ. ή κπ., συνήθ. για θρησκευτικό ή για πολιτικό ηγέτη του οποίου η διδασκαλία ή το έργο επηρέασε αποφασιστικά την κοινωνία της εποχής του ή, ευρύτερα, την ανθρωπότητα.

[λόγ. αναμορφω- (δες αναμορφώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. réformateur (πρβ. το σπάν. μσν. αναμορφωτής `που δίνει νέα μορφή΄)· λόγ. αναμορφω(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες