Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμερίζω
1 εγγραφή
αναμερίζω [anamerízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) απομακρύνω κπ. ή κτ., τον παραμερίζω. || απομακρύνομαι, παραμερίζω.

[ανα- μέρ(ος) -ίζω (διαφ. το ελνστ. ἀναμερίζω `κατανέμω΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες