Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμεμειγμένος
1 εγγραφή
αναμεμειγμένος -η -ο [anamemiγménos] Ε3 μππ. του αναμειγνύω : για πρόσωπο που έχει αναμειχθεί σε κάποια ύποπτη υπόθεση: Στο πρόσφατο σκάνδαλο είναι αναμεμειγμένα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα.

[λόγ. < αρχ. ἀναμεμειγμένος (μππ. του ἀναμείγνυμι δες αναμειγνύω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες