Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμειγνύω
1 εγγραφή
αναμειγνύω [anamiγnío] -ομαι Ρ αόρ. ανέμειξα και ανάμειξα, απαρέμφ. αναμείξει, παθ. αόρ. αναμείχθηκα, απαρέμφ. αναμειχθεί, μππ. αναμειγμένος και αναμεμειγμένος* : I.ανακατεύωI1α, συνήθ. για ουσίες ή υλικά σε μορφή διαλύματος, πολτού ή σκόνης: Ο ζωγράφος αναμειγνύει τα διάφορα χρώματα. Tο τσιμέντο αναμειγνύεται με άμμο και νερό, για να γίνει μπετόν. II. (μτφ.) 1α. παρακινώ κπ. ή γίνομαι η αιτία να συμμετάσχει σε κάποια συνήθ. ύποπτη ή παράνομη δραστηριότητα· ανακατεύωII2γ: Tον ανέμειξαν στην υπόθεση αυτή παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του. || ενοχοποιώ κπ.: Προσπάθησαν να τον αναμείξουν στα σκάνδαλα, τελικά όμως αποδείχτηκε η αθωότητά του. β. (παθ.) συμμετέχω, παίρνω μέρος σε κτ., ανακατεύομαι: Aναμείχθηκε σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του / στα γεγονότα του εμφυλίου. Έχει αναμειχθεί σε συνωμοσία. || επεμβαίνω σε κτ., συνήθ. με τρόπο ανεπίτρεπτο ή αδιάκριτο: Ο ξένος παράγοντας αναμείχθηκε αποφασιστικά στις πολιτικές εξελίξεις. Mην αναμειγνύεσαι στα οικογενειακά μας. 2. συνδέω ή συγχέω πράγματα ανόμοια, καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους καμιά συνάφεια· ανακατεύωII1α: Aναμειγνύει τις προσωπικές του φιλοδοξίες με τους σκοπούς της οργάνωσης.

[λόγ. < αρχ. ἀναμείγνυ(μι) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες