Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμένω
1 εγγραφή
αναμένω [anaméno] -ομαι Ρ αόρ. ανέμεινα, απαρέμφ. αναμείνει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.για κτ. που περιμένουμε να συμβεί: Aναμένονται εξελίξεις στο μεσανατολικό. Aναμένουμε…, ακόμη δεν έχουν πάρει καμιά απόφαση. Δεν αναμένουμε εντυπωσιακές αλλαγές. Tα αποτελέσματα αυτά δεν ήταν αναμενόμενα. Ήταν αναμενόμενο να συμβεί αυτό. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. παθ.) με περιμένουν, περιμένουν την άφιξή μου: Ο πρωθυπουργός αναμένεται (να φτάσει) αύριο.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναμένω `περιμένω΄· 2: σημδ. γαλλ. s΄attendre & αγγλ. is expected]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες