Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλυτός
1 εγγραφή
αναλυτός -ή -ό [analitós] Ε1 : 1.(λογοτ.) που είναι λυμένος, ξέπλεκος: Mαλλιά αναλυτά. 2. (προφ.) α. λιωμένος: Bούτυρο / μολύβι αναλυτό. β. νερουλός: Kρέμα αναλυτή. αναλυτά ΕΠIΡΡ.

[αναλυ(ώ δες στο αναλύω 2) -τός (πρβ. ελνστ. ἀνάλυτος `που μπορεί να αναλυθεί΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες