Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλογία
1 εγγραφή
αναλογία η [analojía] Ο25 : I1α.συγκριτική σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα ή πράγματα, ως προς το μέγεθος, την ποσότητα ή το βαθμό. ANT δυσαναλογία: H ~ θανάτων και γεννήσεων / αγροτικού και αστικού πληθυσμού / των συστατικών ενός μείγματος. (λόγ. έκφρ.) τηρουμένων των αναλογιών, όταν παρομοιάζουμε δύο καταστάσεις ή πράγματα, επισημαίνουμε όμως τις διαφορές που παρουσιάζουν εξαιτίας των διαφορετικών συνθηκών ή αναλογιών: Tηρουμένων των αναλογιών (αμοιβών και κόστους ζωής) τα αυτοκίνητα είναι ακριβά στη χώρα μας. β. το ποσοστό μιας ουσίας, ενός στοιχείου σε μια συνολική ποσότητα, η ποσοστιαία αναλογία: H ~ των αιμοσφαιρίων στο αίμα. || δόση: Οι αναλογίες για το γλυκό είναι δύο κιλά φρούτα και ένα κιλό ζάχαρη (δύο προς ένα). γ. (οικ.) το μερίδιο: Πήρε την ~ του από την κληρονομιά. Ποια θα είναι η ~ μου στα κέρδη; 2. (πληθ.) η χαρακτηριστική σχέση ανάμεσα στα μέρη ενός συνόλου ή ανάμεσα στα μέρη ως προς το σύνολο: Οι αναλογίες του σώματος του παιδιού / του ενήλικα / των λευκών / των νέγρων, π.χ. του κορμού ως προς το κεφάλι ή ως προς τα άκρα. Οι αναλογίες του αγάλματος / των αρχιτεκτονικών στοιχείων είναι αισθητικά άψογες. || οι σωστές αναλογίες: Tο σώμα του δεν έχει αναλογίες. || (οικ.) η σχέση της περιφέρειας του στήθους, της μέσης και των γοφών μιας γυναίκας: Kαλλονή με εκρηκτικές αναλογίες. II1α. ομοιότητα που παρουσιάζουν δύο ή περισσότερα πράγματα, φαινόμενα ή καταστάσεις ως προς κάποιο κοινό γνώρισμά τους: Yπάρχει κάποια ~ ανάμεσα στους στόχους της δικτατορίας του 1936 και του 1967. Δεν υπάρχει καμιά ~ ανάμεσα στα προβλήματα της δικής μου γενιάς και της δικής σας. β. (βιολ.) ομοιότητα στη λειτουργία οργάνων ή άλλων σχηματισμών που έχουν διαφορετική προέλευση και μορφή, όπως π.χ. ο βραχίονας του ανθρώπου και η φτερούγα του πουλιού. γ. (νομ.) η επέκταση της εφαρμογής ενός νόμου σε μια σχετική περίπτωση, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση. 2. (γλωσσ.) μετασχηματισμός ενός γλωσσικού στοιχείου που προκαλείται από επίδραση άλλου ή άλλων στοιχείων, με τα οποία έχει μια σχέση ομοιότητας ή αντίθεσης, π.χ. «μιλάς» αντί «μιλείς» κατ΄ αναλογία προς τον τύπο «αγαπάς». 3. (μαθημ.) ισότητα λόγων ανάμεσα σε δύο ζεύγη ποσών. 4. (φιλοσ.) κατ΄ ~ συλλογισμός / συμπέρασμα / απόδειξη κτλ., νοητική διαδικασία που στηρίζεται σε παράλληλες ομοιότητες.

[λόγ. < αρχ. ἀναλογία & σημδ. γαλλ. analogie (στη νέα σημ.) < λατ. analogia < αρχ. ἀναλογία & σημδ. γαλλ. proportion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες