Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακουφιστήριο
1 εγγραφή
ανακουφιστήριο το [anakufistírio] Ο42 : (παρωχ.) αποχωρητήριο.

[λόγ. ανακουφισ- (ανακουφίζω) -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες