Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακοπή η [anakopí] Ο29 : 1α.η ενέργεια του ανακόπτω, το σταμάτημα, η αναχαίτιση της εξέλιξης μιας πορείας: ~ της προέλασης του εχθρού. ~ του μεταναστευτικού ρεύματος. β. (ιατρ.) απότομη διακοπή της λειτουργίας κάποιου οργάνου, συνήθ. της καρδιάς: Ο αιφνίδιος θάνατός του οφείλεται σε ~ (της καρδιάς). 2. (νομ.) α. ~ ερημοδικίας, ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου. β. ένδικο μέσο εναντίον του βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου που έκρινε σε πρώτο βαθμό.
[λόγ.: 1α: ελνστ. ἀνακοπή· 1β, 2: σημδ. γαλλ. inhibition]



