Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακατωσιάρης
1 εγγραφή
ανακατωσιάρης -α -ικο [anakatosxáris] Ε9 : (οικ.) ανακατωσούρης.

[ανακατωσ(ιά < ανακατωσ- (ανακατώνω) -ιά) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες