Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακατανέμω [anakatanémo] -ομαι Ρ (βλ. κατανέμω) : κατανέμω εκ νέου κτ., με βάση άλλα κριτήρια ή άλλη μέθοδο: Mε τα νέα φορολογικά μέτρα θα ανακατανεμηθεί το εθνικό εισόδημα.
[λόγ. ανα- κατανέμω μτφρδ. γαλλ. redistribuer]