Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναισθητοποίηση η [anesθitopíisi] Ο33 : η διαδικασία με την οποία προκαλείται αναισθησία: H ~ του νεύρου.
[λόγ. αναίσθητ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. αγγλ. anaesthetization < anaesthetize = αναισθητοποιώ]