Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναιρώ
1 εγγραφή
αναιρώ [aneró] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. αναιρέθηκα, απαρέμφ. αναιρεθεί : 1α.αντικρούω κτ. αποδεικνύοντας ότι είναι λανθασμένο, ψευδές ή αβάσιμο: Aναιρέθηκαν οι ισχυρισμοί / τα λεγόμενά του. Mεμονωμένα περιστατικά δεν αναιρούν το γεγονός ότι υπάρχει εθνική σύμπνοια. || αρνούμαι κτ. που έχω πει, που έχω δηλώσει: Aναίρεσε όσα υποστήριξε στην πρώτη κατάθεσή του. Έδωσε την υπόσχεσή του και ύστερα την αναίρεσε, την αθέτησε. β. ακυρώνω: ~ προηγούμενη απόφαση που πήρα. || Δεν αναιρείται η πραγματικότητα, δεν μπορεί να παύσει να υπάρχει. 2. (νομ.) για την αναίρεση που ασκεί ο Άρειος Πάγος: Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀναιρῶ· 1β: κατά τη σημ. της λ. αναίρεσις· 2: σημδ. λατ. casso (σε υστλαν. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες