Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναιμικός -ή -ό [anemikós] Ε1 : 1α.που πάσχει από αναιμία. || (ως ουσ.) ο αναιμικός, θηλ. αναιμική. β. που έχει σχέση με την αναιμία ή με τον αναιμικό: Έχει αναιμική όψη. 2. (μτφ., οικ.) καχεκτικός, αδύνατος: Ένα αναιμικό δεντράκι.
[λόγ. < γαλλ. anémique < aném(ie) = αναιμ(ία) -ique = -ικός]