Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναθυμίαση η [anaθimíasi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : διαφυγή και διάχυση δηλητηριώδους κυρίως αερίου: Έπαθαν ασφυξία από τις αναθυμιάσεις της σόμπας / των αποχετευτικών αγωγών. || (επέκτ.) ανυπόφορη μυρωδιά: Οι αναθυμιάσεις των βόθρων. || (μτφ.): Οι αναθυμιάσεις των σκανδάλων, οι δυσάρεστες εντυπώσεις και επιπτώσεις των σκανδάλων.
[λόγ. < αρχ. ἀναθυμία(σις) -ση]