Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθρώσκω
1 εγγραφή
αναθρώσκω [anaθrósko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) 1. για τον καπνό που ανεβαίνει ψηλά, που κατευθύνεται προς τα πάνω: Ο Οδυσσέας επιθυμούσε να δει τον καπνό να αναθρώσκει από την καμινάδα του σπιτιού του. 2. (μτφ., λογοτ.) για κτ. που αρχίζει να εμφανίζεται: H ελπίδα αναθρώσκει μέσα από τη φωτιά του πολέμου.

[λόγ. < αρχ. ἀναθρώσκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες