Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθεωρητής
1 εγγραφή
αναθεωρητής ο [anaθeoritís] Ο7 θηλ. αναθεωρήτρια [anaθeorítria] Ο27 : αυτός που έχει αναλάβει να αναθεωρήσει κτ. || (ειδικότ., πολ.) οπαδός του αναθεωρητισμού· ρεβιζιονιστής.

[λόγ. αναθεωρη- (αναθεωρώ) -τής μτφρδ. γαλλ. réviseur, révisionniste & ρωσ. revisionist· λόγ. αναθεωρη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες