Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναζωογόνηση η [anazooγónisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα (το φαινόμενο) του αναζωογονώ. 1. ανάκτηση των φυσικών ή ψυχικών δυνάμεων: H ~ του οργανισμού. 2. (μτφ.) ενίσχυση, τόνωση μιας δραστηριότητας: Tο κράτος μελετά την ~ των αγροτικών περιοχών.
[λόγ. αναζωογονη- (αναζωογονώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. réanimation]