Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναδοχή η [anaδoxí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια του αναδέχομαι, η αποδοχή κάποιας υποχρέωσης. || (νομ.): H ~ χρέους.
[λόγ. < ελνστ. ἀναδοχή `ενέχυρο΄, αρχ. σημ.: `αποδοχή΄ σημδ. γαλλ. acceptation]
- ανάδοχος -η / -ος -ο [anáδoxos] Ε17 : που αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει ένα ορισμένο έργο, κυρίως σε όρους ή σε εκφράσεις: Aνάδοχη / ~ εταιρεία, κυρίως για τεχνικές εταιρείες. Aνάδοχη οικογένεια, στην οποία αναθέτει μια κοινωνική υπηρεσία την ανατροφή (όχι την υιοθεσία) ενός παιδιού. || (ως ουσ.) ο ανάδοχος, ο εκπρόσωπος ανάδοχης εταιρείας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάδοχος]