Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδεύω
1 εγγραφή
αναδεύω [anaδévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : 1.ανακινώ κτ., κυρίως ένα ρευστό μείγμα, συχνά χρησιμοποιώντας κάποιο εργαλείο, για να πετύχω την τέλεια ανάμειξη των συστατικών του, το ανακατεύω: ~ το υγρό για να διαλυθεί το κατακάθι. Nα αναδεύετε καλά το φάρμακο πριν από κάθε χρήση. 2. κινώ κτ. ελαφρά: Ο αέρας ανάδευε τα μαλλιά της. || κινούμαι ελαφρά: Είδα κάτι ν΄ αναδεύει πίσω από τους θάμνους, να σαλεύει. Ένιωθε το μωρό να αναδεύει στην κοιλιά της. Ξύπνησε και άρχισε να αναδεύεται.

[ελνστ. ἀναδεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες