Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδέχομαι
1 εγγραφή
αναδέχομαι [anaδéxome] Ρ3β : 1.(λόγ.) αναλαμβάνω κάποια υποχρέωση. 2. γίνομαι ανάδοχος, νονόςI.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναδέχομαι· 2: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες