Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναδέχομαι [anaδéxome] Ρ3β : 1.(λόγ.) αναλαμβάνω κάποια υποχρέωση. 2. γίνομαι ανάδοχος, νονόςI.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναδέχομαι· 2: μσν. σημ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναδέχομαι· 2: μσν. σημ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |