Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγράφω [anaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. ανέγραψα, απαρέμφ. αναγράψει, παθ. αόρ. αναγράφηκα και αναγράφτηκα, απαρέμφ. αναγραφεί και αναγραφτεί : (λόγ.) γράφω κτ., συνήθ. πάνω σε μια εξωτερική επιφάνεια: Στα κουτιά πρέπει να αναγράφεται η τιμή του προϊόντος. Tα είδη που αναγράφονται σ΄ αυτόν τον κατάλογο
, που γράφονται, που αναφέρονται. || καταχωρίζω: Στον προϋπολογισμό αναγράφηκε ειδική πίστωση. || δημοσιεύω κτ. συνήθ. σε εφημερίδα.
[λόγ. < αρχ. ἀναγράφω `χαράζω δημόσια επιγραφή, καταχωρώ΄]