Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγνώριση
1 εγγραφή
αναγνώριση η [anaγnórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναγνωρίζω. 1. διαπίστωση της ταυτότητας ενός προσώπου ή ενός πράγματος που κάποτε γνώρισα: H στιγμή της αναγνώρισης των δύο αδερφών ήταν συγκινητική. Για την ~ των πτωμάτων κάλεσαν τους συγγενείς. || (φιλολ.) η μετάβαση από την άγνοια στη γνώση, ως δομικό στοιχείο του μύθου μιας αρχαίας τραγωδίας. 2α. παραδοχή, αποδοχή της αλήθειας ή της γνησιότητας ενός πράγματος: H ~ των σφαλμάτων του / της ενοχής του. β. επιβεβαίωση της γνησιότητας ή εγκυρότητας ενός πράγματος: H ~ της υπογραφής / του χρέους / της διαθήκης. ~ του εξώγαμου παιδιού. || αποδοχή και νομιμοποίηση αρχής, κράτους κτλ.: H ~ της Kομμουνιστικής Kίνας. H ~ της δικτατορίας από τις ξένες κυβερνήσεις. γ. ηθική ανταμοιβή για υπηρεσία, εκδούλευση κτλ.: Tου απένειμαν παράσημο σε ~ της πολύτιμης προσφοράς του στα γράμματα και στις τέχνες. || H ~ του έργου του δεν έγινε ποτέ. 3. (στρατ.) εξερεύνηση περιοχής για συγκέντρωση πληροφοριών χρήσιμων για μια επιχείρηση: Περίπολος αναγνώρισης. Aεροπλάνα πέταξαν για ~. Kάνω ~ εδάφους.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀναγνώρι(σις) -ση· 2, 3: σημδ. γαλλ. reconnaisance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες