Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγνωσματάριο
1 εγγραφή
αναγνωσματάριο το [anaγnozmatário] Ο42 : (παρωχ.) το αναγνωστικό.

[λόγ. αναγνωσματ- (ανάγνωσμα) -άριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες