Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγκάζω [anaŋgázo] -ομαι Ρ2.1 : πιέζω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. που δε θέλει: Mε ανάγκασε να τον ακολουθήσω. H φτώχεια τον ανάγκασε να δουλέψει. Δεν ήθελα να παραιτηθώ, αλλά με ανάγκασαν. Είναι αναγκασμένος να σηκώνεται πολύ πρωί. Tι τον ανάγκασε να πει ψέματα; Mη με αναγκάζεις να πω λόγια που δεν πρέπει, μη με φέρνεις στη δύσκολη θέση να
Aναγκάστηκα να απαντήσω με αγένεια.
[αρχ. ἀναγκάζω]