Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβολισμός
1 εγγραφή
αναβολισμός ο [anavolizmós] Ο17 : μία από τις δύο φάσεις του μεταβολισμού, κατά την οποία γίνεται αφομοίωση των θρεπτικών ουσιών και σύνθεση του πρωτοπλάσματος.

[λόγ. < αγγλ. anabolism < ana- = ανα- + -bolism κατά το metabolism (δες στο μεταβολισμός) -ism = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες