Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναβολή η [anavolí] Ο29 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβάλλω, η μετάθεση μιας ενέργειας σε μελλοντικό χρόνο: H ~ του ταξιδιού / των εκλογών. H υπεράσπιση πέτυχε ~ της δίκης. H υπόθεση δε σηκώνει / δεν επιδέχεται ~ / αναβολές. Aπό ~ σε ~ το πηγαίνει, συνεχώς το αναβάλλει. || (έκφρ.) χωρίς ~, αμέσως, οπωσδήποτε: Nα το κάνεις χωρίς ~. 2. η μετάθεση της εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων κάποιου: Zητώ / παίρνω / έχω ~. Διακόπτω την ~ μου. Tου ΄δωσαν ~ λόγω σπουδών / για λόγους υγείας.
[λόγ. < αρχ. ἀναβολή `καθυστέρηση΄]