Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναβολέας ο [anavoléas] Ο21 : 1.σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από τη σέλα, για να πατά ο ιππέας και να ανεβαίνει στο άλογο. 2. (ανατ.) ένα από τα τέσσερα οστάρια που υπάρχουν στο μέσον ους.
[λόγ. < ελνστ. ἀναβολεύς, αιτ. -έα `ιπποκόμος που βοηθάει τον αναβάτη΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]