Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναίσθητος -η -ο [anésθitos] Ε5 : 1.που έχει χάσει τις αισθήσεις του: Xτύπησε στο κεφάλι και έμεινε ~ για πολλή ώρα. Ο τραυματίας μεταφέρθηκε ~ στο νοσοκομείο. || για μέρος του σώματος που έχει χάσει την αισθητικότητά του: Tο χέρι μου είναι σχεδόν αναίσθητο. 2. (μτφ.) για άνθρωπο συναισθηματικά εντελώς αδιάφορο, ψυχρό. ANT ευαίσθητος3: Είναι ~ στον πόνο του συνανθρώπου του, σκληρός, ανάλγητος. ~ είσαι και δεν ντρέπεσαι που σε κατηγορούν όλοι; || Είναι ~ στην ομορφιά της φύσης, δε νιώθει την ομορφιά της.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναίσθητος· 2: σημδ. γαλλ. insensible]