Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανίσκιος
1 εγγραφή
ανίσκιος -α -ο [anískos] Ε4 : που δεν έχει σκιά· ανίσκιωτος.

[αν- (δες α- 1) ίσκι(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες