Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανίκανος -η -ο [aníkanos] Ε5 : 1.που δε διαθέτει ικανότητα ή ικανότητες για κτ. ANT ικανός: Είναι ~ να τελειώσει μια δουλειά. Aποδείχτηκε ~ για τα καθήκοντα που ανέλαβε. Είναι ανίκανοι να καταλάβουν την εξέλιξη των πραγμάτων. 2. που εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας είναι ακατάλληλος για μια υπηρεσία ή εργασία (για το στρατό, για την εκπαίδευση κ.ά.): Kρίθηκε ~ για στράτευση. 3. (ιατρ., για άντρα) που δεν μπορεί να έρθει σε σεξουαλική επαφή εξαιτίας σωματικής ατέλειας ή ψυχολογικών προβλημάτων. 4. (νομ.) (για ανήλικο, καταδικασμένο κτλ.) που σύμφωνα με το νόμο δεν έχει ορισμένα δικαιώματα: ~ για δικαιοπραξία.
[1, 2: ελνστ. ἀνίκανος· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. impuissant· 4: λόγ. σημδ. γαλλ. incapable]