Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανήμπορος
1 εγγραφή
ανήμπορος -η -ο [anímboros] Ε5 : 1.που δεν έχει σωματική δύναμη, ασθενής, αδύναμος ή γέρος: Aδύναμο και ανήμπορο γεροντάκι. Έμεινε ~ στο κρεβάτι. 2. που δεν μπορεί να κάνει κτ.: Δέχτηκε τα χτυπήματα ~ να αντιδράσει. 3. φτωχός.

[μσν. ανήμπορος < αν- (δες α- 1) ημπορ(ώ) -ος < εμπορώ (δες στο μπορώ), [e > i] από επέκτ. της “αύξησης” η-: ημπόρεσα και αναλ. νέος ενεστ. ημπορώ (σύγκρ. ανήξερος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες