Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανήμπορος -η -ο [anímboros] Ε5 : 1.που δεν έχει σωματική δύναμη, ασθενής, αδύναμος ή γέρος: Aδύναμο και ανήμπορο γεροντάκι. Έμεινε ~ στο κρεβάτι. 2. που δεν μπορεί να κάνει κτ.: Δέχτηκε τα χτυπήματα ~ να αντιδράσει. 3. φτωχός.
[μσν. ανήμπορος < αν- (δες α- 1) ημπορ(ώ) -ος < εμπορώ (δες στο μπορώ), [e > i] από επέκτ. της “αύξησης” η-: ημπόρεσα και αναλ. νέος ενεστ. ημπορώ (σύγκρ. ανήξερος)]