Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανήλιος
1 εγγραφή
ανήλιος -α -ο [anílios] Ε6 & [aníos] Ε4 : (για τόπο, οίκημα κ.ά.) που δεν τον βλέπει ο ήλιος· ανήλιαγος, σκοτεινός. ANT προσήλιος: Aνήλια σπίτια / υπόγεια. || Οι ανήλιες μέρες του χειμώνα. || (ως ουσ.) το ανήλιο, ο τόπος, το μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος. ANT προσήλιο.

[αρχ. ἀνήλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες