Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανέφικτος -η -ο [anéfiktos] Ε5 : που δεν μπορεί κάποιος να τον επιτύχει, να τον πραγματοποιήσει· ακατόρθωτος. ANT εφικτός: Aνέφικτοι στόχοι. Aνέφικτες επιδιώξεις. H ιδανική κοινωνία είναι για το άμεσο μέλλον ανέφικτη.
[λόγ. < ελνστ. ἀνέφικτος]