Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέφικτος
1 εγγραφή
ανέφικτος -η -ο [anéfiktos] Ε5 : που δεν μπορεί κάποιος να τον επιτύχει, να τον πραγματοποιήσει· ακατόρθωτος. ANT εφικτός: Aνέφικτοι στόχοι. Aνέφικτες επιδιώξεις. H ιδανική κοινωνία είναι για το άμεσο μέλλον ανέφικτη.

[λόγ. < ελνστ. ἀνέφικτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες