Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανέφελος -η -ο [anéfelos] Ε5 : (λόγ.) 1. που δεν έχει σύννεφα, που δεν είναι σκεπασμένος από σύννεφα· καθαρός, ξάστερος. ANT νεφελώδης: ~ ορίζοντας / ουρανός. 2. (μτφ.) που είναι απαλλαγμένος από θλίψεις και βάσανα· γαλήνιος, ήρεμος: Aνέφελη ζωή. Bίος ~ και ανθόσπαρτος, ευχή για νεόνυμφους.
[λόγ. < αρχ. ἀνέφελος]