Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανέγγιχτος -η -ο [anéngixtos] Ε5 : α.που κανείς δεν τον έχει αγγίξει· ανέπαφος: Άφησε το φαγητό ανέγγιχτο, απείραχτο. Aνέγγιχτη περιουσία, άθικτη. β. που δεν ήρθε σε καμιά απολύτως επαφή, δε δέχτηκε καμιά επίδραση: Οι πληθυσμοί που ζούσαν στις αγροτικές περιφέρειες είχαν μείνει ανέγγιχτοι από ξένες επιδράσεις. γ. που κανείς δεν μπορεί να τον αγγίξει και να τον βλάψει· απλησίαστος και άφθαρτος: H ανέγγιχτη αλήθεια της επιστήμης, αναμφισβήτητη.
[αν- (δες α- 1) εγγικ- (εγγίζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]