Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάρρωση
1 εγγραφή
ανάρρωση η [anárosi] Ο33 : 1.η διαδικασία κατά την οποία γίνεται πλήρης αποκατάσταση της υγείας και ανάκτηση των δυνάμεων ύστερα από αρρώστια: Ο ασθενής είναι / βρίσκεται σε ~. (ως ευχή) καλή ~. 2. (μτφ.) βελτίωση που γίνεται ύστερα από κακή κατάσταση: Aργεί η ~ της εθνικής οικονομίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάρρω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες