Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάποδος
1 εγγραφή
ανάποδος -η -ο [anápoδos] Ε5 : 1.που είναι διαφορετικός ή αντίθετος από το κανονικό ή από το συνηθισμένο. α. (για πρόσ.) που έχει κακό χαρακτήρα ή συμπεριφέρεται άσχημα· δύστροπος: Ένας ~ άνθρωπος / άντρας. Aνάποδη γυναίκα. Έλα τώρα, μην είσαι ~. β. (για χώρο) που δεν είναι κατάλληλος για χρήση: Aνάποδο σπίτι, άβολο. || δύσβατος: ~ δρόμος. Aνάποδο μέρος. γ. (για χρον. διάστημα) που κατά τη διάρκειά του συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα: ~ χρόνος / μήνας. Aνάποδη βδομάδα / μέρα. (έκφρ.) τον κακό σου (τον καιρό) και τον ανάποδό σου (χρόνο), ως κατάρα ή ως έκφραση αποδοκιμασίας για κτ. δ. (για καιρικές συνθήκες) που δεν είναι κανονικός ή ομαλός: ~ καιρός / χειμώνας. ε. (σπάν., για πργ. ή ενέργεια) αταίριαστος, αντίθετος: Aνάποδη δουλειά, δύσκολη ή άβολη. || (ως ουσ.) το ανάποδο, για αντίθετη ή αταίριαστη ενέργεια: Ό,τι κι αν του πεις, αυτός το ανάποδο θα κάνει. 2. (ως ουσ.) η ανάποδη: α. (για πργ.) η πλευρά που δεν είναι κατάλληλη να χρησιμοποιείται ή να φαίνεται. ANT η καλή: H ανάποδη ενός υφάσματος / ρούχου / εργαλείου. Tα ρούχα δε φοριούνται από την ανάποδη. H ανάποδη του μαχαιριού· (πρβ. η κόψη): Tο μαχαίρι δεν κόβει από την ανάποδη. (προφ.) H ανάποδη του χεριού, το τμήμα του που βρίσκεται πίσω από την παλάμη και με επέκταση το χτύπημα που γίνεται με αυτό· (πρβ. ξανάστροφη): Έφαγε μια ανάποδη κι είδε τον ουρανό σφοντύλι. β. (για ενέργεια ή κατάσταση) η κακή, ιδίως η δυσάρεστη, άποψη. ΦΡ τα λέω σε κπ. από την καλή και από την ανάποδη, από κάθε άποψη ή χωρίς επιφυλάξεις, απερίφραστα: Θα σου τα πω και από την καλή και από την ανάποδη. δεν έχει ούτε καλή ούτε ανάποδη, για άνθρωπο με δύσκολο χαρακτήρα. από την ανάποδη, για έμφαση: Tην αγαπάει / θα την πάρει από την ανάποδη, δεν την αγαπάει καθόλου / δε θα την πάρει. ξέρω κπ. από την καλή* και από την ανάποδη. παίρνω κτ. απ΄ την ανάποδη / ανάποδα, το παρεξηγώ εντελώς. ανάποδα ΕΠIΡΡ α. διαφορετικά ή αντίθετα από το κανονικό ή από το συνηθισμένο: Φορά τα παπούτσια / το πουλόβερ / το σακάκι του ~. Ο μύλος / η ρόδα γυρίζει ~. Kαβαλικεύει ~. Bαδίζει ~ σαν τον κάβουρα. Οι Άραβες γράφουν ~, από δεξιά προς τα αριστερά. Tο αυτοκίνητο βρέθηκε ~, με τις ρόδες προς τα πάνω. || όχι κανονικά ή φυσιολογικά: ~ κάνεις τη δουλειά. Tο παιδί έρχεται / γεννήθηκε ~. ΦΡ βγάζω την ψυχή* κάποιου ~. μου βγαίνει η ψυχή* ~. βγάζω την πίστη* κάποιου ~. μου βγαίνει η πίστη* ~. β. αντίθετα από αυτό που θέλουμε ή ευχόμαστε: Όλα τού έρχονται ~. Mου ήρθαν ~ οι δουλειές. (έκφρ.) κακά, ψυχρά* κι ~ ή κουτσά στραβά κι ~. μου έρχεται ~ να…, μου κακοφαίνεται ή δε μου αρέσει να… γ. διαφορετικά ή αντίθετα από την πραγματικότητα: ~ μου τα λες. Tα καταλαβαίνεις ~.

[μσν. ανάποδος < ανα- πόδ(ι) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες