Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάπηρος -η -ο [anápiros] Ε5 : (για πρόσ.) α. που χαρακτηρίζεται από αναπηρία: Άνθρωπος σωματικά / διανοητικά ~. Aνάπηρο παιδί. Xτυπήθηκε σε δυστύχημα κι έμεινε ~. || (ως ουσ.) ο ανάπηρος: Kουτσοί, τυφλοί κι άλλοι ανάπηροι. Περίθαλψη αναπήρων. Συντάξεις αναπήρων και θυμάτων πολέμου. β. (μτφ.) για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδράνεια, αναποφασιστικότητα κτλ.: Xωρίς τη γυναίκα του ασθάνεται ~. || (ως ουσ.): Έχασαν πάλι εντός έδρας οι ανάπηροι.
[λόγ. < αρχ. ἀνάπηρος]