Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάπαιστος
1 εγγραφή
ανάπαιστος ο [anápestos] Ο20α : 1.(νεοελλ. μετρ.) μετρική μονάδα (πόδας) που αποτελείται από δύο άτονες και μία τονισμένη συλλαβή. || αναπαιστικός στίχος. 2. (αρχ. ελλην. μετρ.) μετρική μονάδα με βραχύχρονες τις δύο πρώτες συλλαβές (που μπορούν να αντικατασταθούν από μία μακρόχρονη) και μία μακρόχρονη (που μπορεί να αντικατασταθεί από δύο βραχύχρονες).

[λόγ.: 2: αρχ. ἀνάπαιστος· 1: σημδ. αγγλ.(;) anapest < αρχ. ἀνάπαιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες