Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάμα το [anáma] Ο48 : (εκκλ.) το κόκκινο κρασί που χρησιμοποιείται για τη Θεία Ευχαριστία, ως αίμα Xριστού.
[μσν. νάμα (στη σημερ. σημ.) με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-na > enana > en-ana] < αρχ. νᾶμα `τρεχούμενο νερό΄]
- αναμαλλιάζω [anamalázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1. ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, τον ξεχτενίζω εντελώς· ξεμαλλιάζω2: Bγήκε έξω αναμαλλιασμένη, με το νυχτικό. Aναμαλλιάστηκα από το δυνατό αέρα / με αναμάλλιασε ο αέρας. 2. (για νήμα ή για ύφασμα) βγάζω χνούδι1β, χνουδιάζω: Tα μάλλινα πλεχτά αναμαλλιάζουν εύκολα.
[αναμαλλ(ιάρης) -ιάζω]
- αναμαλλιάρης -α -ικο [anamaláris] Ε9 : (οικ.) που έχει τα μαλλιά του ανακατωμένα, που είναι τελείως αχτένιστος· αναμαλλιασμένος: Mια γριά κουρελού κι αναμαλλιάρα. Παιδιά βρόμικα κι αναμαλλιάρικα. || (ως ουσ.).
[μσν. αναμαλλιάρης < ανα- μαλλι(ά) -άρης]
- αναμάλλιασμα το [anamálazma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναμαλλιάζω. 1. το ανακάτωμα των μαλλιών του κεφαλιού. 2. το χνούδιασμα του υφάσματος.
[αναμαλλιασ- (αναμαλλιάζω) -μα]
- αναμάρτητος -η -ο [anamártitos] Ε5 : 1.που δεν έχει αμαρτήσει ή που δεν αμαρτάνει: Ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός, μόνο ο Θεός είναι ~. 2. (εμφατικά) που κρίνει ή ενεργεί πάντοτε σωστά, αλάθητος. (λόγ. έκφρ.) ουδείς ~, για να δηλώσουμε ότι κανένας δεν μπορεί να αποφύγει το λάθος. || (ως ουσ.) ο αναμάρτητος: Ο ~ ας με κρίνει, για να δηλώσουμε ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να κρίνει και να κατακρίνει. (λόγ.) ΦΡ ο ~ πρώτος τον λίθον* βαλέτω.
[λόγ.: 2: αρχ. ἀναμάρτητος· 1: ελνστ. σημ.]
- αναμάσημα το [anamásima] Ο49 : 1.(λαϊκότρ.) η ενέργεια του αναμασώ1· μηρυκασμός. 2. (μτφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναμασώ2· επανάληψη λόγων (σκέψεων, απόψεων κτλ.) που έχουν επανειλημμένα λεχθεί και ακουστεί: Tο ~ όλων των παλαιών διαφωνιών μας δε βοηθάει σε τίποτε. || (πληθ.) απόψεις, πληροφορίες που επαναλαμβάνονται και που δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον: Όλο αναμασήματα είναι το τελευταίο του βιβλίο.
[αναμαση- (αναμασώ) -μα]
- αναμασώ [anamasó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.(λαϊκότρ.) για ζώο που μασάει δύο φορές την τροφή· μηρυκάζω. 2. (μτφ.) επαναλαμβάνω απόψεις, πληροφορίες κτλ. που είναι ήδη γνωστές, με τρόπο μονότονο και κουραστικό, λέω τα ίδια και τα ίδια: Aναμασούσαν χιλιοειπωμένα πράγματα, τίποτε καινούριο, τίποτε ενδιαφέρον. Στις διαλέξεις του αναμασάει αυτά που έχει γράψει παλαιότερα. Aναμασημένα λόγια.
[ενεργ. του αρχ. ἀναμασῶμαι κατά το αρχ. μασῶμαι > μσν. μασώ]