Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάκληση η [anáklisi] Ο33 : η ενέργεια του ανακαλώ. 1α. πρόσκληση ή διαταγή για επιστροφή: Mετά τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών έγινε αμοιβαία ~ των πρεσβευτών τους. Διατάχτηκε η ~ των στρατιωτικών τμημάτων από τα σύνορα. ~ από την αποστρατεία, επαναφορά στην ενεργό υπηρεσία. β. ~ μνήμης / στη μνήμη, επαναφορά στη μνήμη στοιχείων που έχουν αποτυπωθεί στο υποσυνείδητο. 2. ακύρωση, κατάργηση: ~ διατάγματος / νομοσχεδίου. ~ ομολογίας, αναίρεση.
[λόγ. < αρχ. ἀνάκλη(σις) `επίκληση (θεότητας), αποχώρηση΄ -ση σημδ. αγγλ. recall & γαλλ. rappel]