Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάκλαση η [anáklasi] Ο33 : 1.(φυσ.) φαινόμενο κατά το οποίο φωτεινές ή θερμικές ακτίνες, ή ηχητικά ή ηλεκτρομαγνητικά κύματα αλλάζουν διεύθυνση, όταν προσκρούσουν στη διαχωριστική επιφάνεια δύο σωμάτων: H ~ του φωτός / του ήχου. Γωνία ανακλάσεως. 2. (φυσιολ.) φαινόμενο κατά το οποίο ο οργανισμός αντιδρά αυτόματα σε ένα ερέθισμα.
[λόγ. < αρχ. ἀνάκλα(σις) -ση]