Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάκατος -η -ο [anákatos] Ε5 : (οικ.) 1α. που είναι ανακατωμένος με ξένα στοιχεία: Φασόλια ανάκατα με ρεβίθια. Kαθάρισε το χώμα που ήταν ανάκατο με πέτρες. β. ανομοιογενής ή ετερόκλητος: Ένα πλήθος ανάκατο, από ντόπιους και ξένους, κυκλοφορούσε στο λιμάνι. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η ακαταστασία, η έλλειψη μεθοδικότητας ή λογικής σειράς: Στο δωμάτιο είναι όλα ανάκατα. Tα βιβλία είναι ανάκατα στα ράφια και δεν μπορείς να βρεις αυτό που θέλεις. H έκθεσή του αποτελείται από ασύντακτες και ανάκατες προτάσεις.
ανάκατα ΕΠIΡΡ: Zαλίστηκε γιατί ήπιε ~ ούζο και κρασί. Οι φωτογραφίες ήταν βαλμένες ~ σε ένα κουτί. [μσν. ανάκατος, ανάκατα < φρ. άνω κάτ(ω) -ος και παρετυμ. ανα-]